LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In fun
/ɪn fˈʌn/
/ɪn fˈʌn/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in fun"
in fun
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
not intended seriously; meant as a joke
word family
in fun
in fun
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in full swing
in full cry
in full action
in full
in fulfillment of
in gear
in general
in glowing terms
in good hands
in good spirits
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App