Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in full
01
ολοκληρωτικά, πλήρως
in a way that contains all that is wanted, needed, or is possible, without any omissions
Παραδείγματα
The report was submitted in full, addressing all the required points.
Η έκθεση υποβλήθηκε ολοκληρωτικά, καλύπτοντας όλα τα απαιτούμενα σημεία.
The agreement was honored in full, with both parties fulfilling their obligations.
Η συμφωνία τήρηθηκε ολοκληρωτικά, με και τα δύο μέρη να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.



























