LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In camera
/ɪn kˈamɹə/
/ɪn kˈæmɹə/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in camera"
in camera
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
kept private or confined to those intimately concerned
publicly
word family
in camera
in camera
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in cahoots
in broad strokes
in broad daylight
in brief
in both ears
in case
in case of
in character
in charge of
in circles
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App