Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in a way
01
κατά κάποιο τρόπο, κατά μία έννοια
in a particular manner or fashion, often used to describe a specific aspect or perspective
Παραδείγματα
He was a mentor to me in a way, always offering guidance and support when I needed it.
Ήταν κατά κάποιο τρόπο μέντοράς μου, κατά κάποιο τρόπο, προσφέροντας πάντα καθοδήγηση και υποστήριξη όταν τη χρειαζόμουν.
She acted as a second mother to me in a way, always there to listen and offer advice.
Κατά κάποιο τρόπο, ενεργούσε σαν δεύτερη μητέρα για μένα, πάντα εκεί για να ακούσει και να προσφέρει συμβουλές.



























