LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Immediate payment
/ɪmˈiːdɪət pˈeɪmənt/
/ɪmˈiːdɪət pˈeɪmənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "immediate payment"
Immediate payment
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
prompt payment for goods or services in currency or by check
credit
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
immediate memory
immediate constituent
immediate apprehension
immediate allergy
immediate
immediately
immediateness
immemorial
immense
immensely
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App