Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ignitor
01
ανάφλεξη, συσκευή ανάφλεξης
a device for lighting or igniting fuel or charges or fires
02
ανάπτηρας, πυροκροτητής
a substance used to ignite or kindle a fire
Λεξικό Δέντρο
ignitor
ignite
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανάφλεξη, συσκευή ανάφλεξης
ανάπτηρας, πυροκροτητής
Λεξικό Δέντρο