LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Horn-rimmed
/hˈɔːnɹˈɪmd/
/hˈɔːɹnɹˈɪmd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "horn-rimmed"
horn-rimmed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having the frame made of horn or tortoise shell or plastic that simulates either
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
horn poppy
horn of plenty
horn of africa
horn in
horn fly
horn-shaped
hornbeam
hornbill
hornblende
hornbook
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App