LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Homospory
/hˌəʊməʊspəɹˈi/
/hˈoʊmoʊspɚɹi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "homospory"
Homospory
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the development of a single kind of asexual spores
word family
homospory
homospory
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
homosporous
homosexuality
homosexualism
homosexual
homopterous insect
homostyled
homostylic
homostylous
homotherm
homothermic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App