LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Holy oil
/hˈəʊli ˈɔɪl/
/hˈoʊli ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "holy oil"
Holy oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a consecrated ointment consisting of a mixture of oil and balsam
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
holy of holies
holy moly
holy mackerel
holy land
holy joe
holy order
holy place
holy roller
holy roman empire
holy sacrament
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App