Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
High Street
01
Κύριος δρόμος, Υψηλός δρόμος
the most important street with a lot of shops and businesses in a town
Dialect
British
Παραδείγματα
High Street was bustling with shoppers on Saturday morning.
Η High Street ήταν γεμάτη από πελάτες το Σάββατο πρωί.
She rented a flat near High Street to stay close to the shops.
Νοίκιασε ένα διαμέρισμα κοντά στην Κεντρική Οδό για να μένει κοντά στα καταστήματα.



























