apocalyptic
a
ə
α
po
ˌpɑ
πα
ca
κα
lyp
ˈlɪp
λιπ
tic
tɪk
τικ
British pronunciation
/ɐpˌɒkɐlˈɪptɪk/

Ορισμός και σημασία του "apocalyptic"στα αγγλικά

apocalyptic
01

αποκαλυπτικός, καταστροφικός

predicting or describing catastrophic events that lead to total destruction or the end of the world
example
Παραδείγματα
The film had an apocalyptic tone, depicting a future ravaged by war and famine.
Η ταινία είχε μια αποκαλυπτική ατμόσφαιρα, απεικονίζοντας ένα μέλλον που είχε καταστραφεί από τον πόλεμο και την πείνα.
The sky turned dark, creating an apocalyptic atmosphere as the storm approached.
Ο ουρανός σκοτείνιασε, δημιουργώντας μια αποκαλυπτική ατμόσφαιρα καθώς πλησίαζε η καταιγίδα.
02

αποκαλυπτικός, καταστροφικός

relating to the end of the world or catastrophic destruction
example
Παραδείγματα
The apocalyptic novel depicted a world devastated by nuclear war.
Το αποκαλυπτικό μυθιστόρημα απεικόνιζε έναν κόσμο που είχε καταστραφεί από πυρηνικό πόλεμο.
Some religious texts contain apocalyptic prophecies about the end times.
Ορισμένα θρησκευτικά κείμενα περιέχουν αποκαλυπτικές προφητείες για το τέλος των καιρών.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store