LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hedge violet
/hˈɛdʒ vˈaɪələt/
/hˈɛdʒ vˈaɪələt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hedge violet"
Hedge violet
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
common European violet that grows in woods and hedgerows
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hedge trimmer
hedge thorn
hedge sparrow
hedge pink
hedge mustard
hedged
hedgefund
hedgehog
hedgehog cactus
hedgehog cereus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App