LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Heavy swell
/hˈɛvi swˈɛl/
/hˈɛvi swˈɛl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "heavy swell"
Heavy swell
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a broad and deep undulation of the ocean
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
heavy spar
heavy sleeper
heavy particle
heavy metal music
heavy metal
heavy vehicle
heavy water
heavy weapon
heavy whipping cream
heavy-armed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App