LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Harvesting
/hˈɑːvɪstɪŋ/
/ˈhɑɹvəstɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "harvesting"
Harvesting
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the gathering of a ripened crop
word family
harvest
harvest
Verb
harvesting
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
harvestfish
harvester ant
harvester
harvest-lice
harvest time
harvestman
has-been
hasdrubal
hasek
hash
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App