Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hang gliding
01
ανεμοπέδηση, κυλιόμενη πτήση
a sport or activity where a person flies through the air using a glider
Παραδείγματα
She dreamed of hang gliding over the cliffs by the ocean.
Ονειρευόταν να κάνει ανεμοπορία πάνω από τους βράχους δίπλα στον ωκεανό.
The thrill of hang gliding was unmatched as he soared above the valley.
Ο ευθυμία του αεροπλανού ανεμοπορίας ήταν απαράμιλλη καθώς αιωρούνταν πάνω από την κοιλάδα.



























