Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gymnastic
01
γυμναστικός, σχετικός με τη γυμναστική
of or relating to or used in exercises intended to develop strength and agility
02
ενεργητικά δραστήριο
vigorously active
Λεξικό Δέντρο
gymnastic
gymnast
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γυμναστικός, σχετικός με τη γυμναστική
ενεργητικά δραστήριο
Λεξικό Δέντρο