Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ground stroke
01
χτύπημα από το πίσω μέρος, βασικό χτύπημα
a basic tennis shot made after the ball bounces on the court, usually from the baseline
Παραδείγματα
She perfected her ground stroke during practice.
Εξαίρεσε το ground stroke της κατά τη διάρκεια της προπόνησης.
His powerful ground stroke won him many points.
Το δυνατό του χτύπημα από το πίσω μέρος του χάρισε πολλούς πόντους.



























