Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to ground out
01
αποκλείεται με γείσο, κάνει out με γείσο
to hit a ground ball that is fielded by the defense, resulting in an out
Παραδείγματα
He grounded out to the shortstop in his first at-bat.
Έκανε ground out στον σορτστόπ στην πρώτη του προσπάθεια χτυπήματος.
He grounds out on a sharply hit ball to the third baseman.
Ground out σε μια δυνατά χτυπημένη μπάλα προς τον τρίτο παίκτη.



























