LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gray willow
/ɡɹˈeɪ wˈɪləʊ/
/ɡɹˈeɪ wˈɪloʊ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "gray willow"
Gray willow
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
Eurasian shrubby willow with whitish tomentose twigs
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gray whale
gray vote
gray substance
gray rhebok
gray matter
gray wolf
gray-black
gray-blue
gray-brown
gray-green
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App