Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gonadotrophic hormone
01
γοναδοτροπική ορμόνη, ορμόνη που ρυθμίζει τη δραστηριότητα των γοναδών
a hormone that regulates the activity of the gonads, promoting their development and function
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γοναδοτροπική ορμόνη, ορμόνη που ρυθμίζει τη δραστηριότητα των γοναδών