Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Anthropomorphism
01
ανθρωπομορφισμός, προσωποποίηση
the practice of attributing human qualities to objects or gods
Λεξικό Δέντρο
anthropomorphism
anthropomorph
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανθρωπομορφισμός, προσωποποίηση
Λεξικό Δέντρο