Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Golden years
01
χρυσά χρόνια, τρίτη ηλικία
a period of time in which someone no longer works due to old age
Παραδείγματα
Many people save money throughout their careers for their golden years.
Πολλοί άνθρωποι αποταμιεύουν χρήματα κατά τη διάρκεια της καριέρας τους για τα χρυσά τους χρόνια.
The couple spent their golden years traveling the world together.
Το ζευγάρι πέρασε τα χρυσά του χρόνια ταξιδεύοντας μαζί σε όλο τον κόσμο.



























