LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Goer
/ɡˈəʊɐ/
/ˈɡoʊɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "goer"
Goer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who leaves
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
godwit
godspeed
godson
godsend
gods send nuts to those who have no teeth
goering
goeteborg
goethian
goethite
gofer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App