Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ginep
01
δέντρο ginep, μικρό βρώσιμο φρούτο με πράσινο δερμάτινο δέρμα και γλυκό
tropical American tree bearing a small edible fruit with green leathery skin and sweet juicy translucent pulp
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δέντρο ginep, μικρό βρώσιμο φρούτο με πράσινο δερμάτινο δέρμα και γλυκό