Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
genetic defect
/dʒɛnˈɛɾɪk dˈiːfɛkt/
/dʒɛnˈɛtɪk dˈiːfɛkt/
Genetic defect
01
γενετικό ελάττωμα, γενετική ανωμαλία
a disease or disorder that is inherited genetically
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γενετικό ελάττωμα, γενετική ανωμαλία