LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fuel oil
/fjˈuːəl ˈɔɪl/
/fjˈuːəl ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "fuel oil"
Fuel oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a petroleum product used for fuel
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fuel line
fuel level
fuel injection system
fuel injection
fuel indicator
fuel pod
fuel system
fuel-air bomb
fuel-air explosive
fuel-efficient
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App