Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Free throw
01
ελεύθερη βολή, βολή ελεύθερης
(basketball) a shot taken from the free-throw line as a penalty for a foul, with no defenders allowed to interfere
Παραδείγματα
She made both free throws to tie the game.
Επέτυχε και τις δύο ελεύθερες βολές για να ισοφαρίσει.
He practiced free throws after practice every day.
Εξασκούνταν στις ελεύθερες βολές μετά την προπόνηση κάθε μέρα.



























