Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
for that matter
01
παρεμπιπτόντως, επί πλέον
used to convey that what one is saying about something is also true for another related thing
Παραδείγματα
I do n't like coffee, and, for that matter, I'm not a fan of tea either.
Δεν μου αρέσει ο καφές, και, παρεμπιπτόντως, δεν είμαι οπαδός του τσαγιού ούτε.
Anna refrained from using social media platforms, or any online forums, for that matter.
Η Άννα απέφυγε τη χρήση πλατφορμών κοινωνικών δικτύων, ή οποιουδήποτε διαδικτυακού φόρουμ, παρεμπιπτόντως.



























