Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Foothold
01
σημείο στήριξης, πρώτο βήμα
an early achievement paves the way for future progress
Παραδείγματα
Her first published article provided a foothold for a successful writing career.
Το πρώτο της δημοσιευμένο άρθρο παρείχε ένα σημείο στήριξης για μια επιτυχημένη καριέρα συγγραφέα.
The internship gave him a foothold in the competitive field of graphic design.
Η πρακτική άσκηση του έδωσε ένα σημείο στήριξης στον ανταγωνιστικό τομέα του γραφικού σχεδίου.
02
σημείο στήριξης, βάση για το πόδι
a place providing support for the foot in standing or climbing
03
γεφυροκέφαλο, σημείο στήριξης
an area in hostile territory that has been captured and is held awaiting further troops and supplies
Λεξικό Δέντρο
foothold
foot
hold



























