LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Amuck
/ɐmˈʌk/
/əˈmək/
Adverb (2)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "amuck"
amuck
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a murderous frenzy
02
wildly; without self-control
amuck
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
wildly frenzied and out of control
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
amsterdam
amsonia tabernaemontana
amsonia
amsler grid
amsinckia intermedia
amulet
amun
amun ra
amusd
amuse
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App