Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fast asleep
01
βαθιά κοιμισμένος, σε βαθύ ύπνο
very deep in sleep and difficult to be woken up
Παραδείγματα
Despite the noise outside, she remains fast asleep, undisturbed by the commotion.
Παρά τον θόρυβο έξω, παραμένει βαθιά κοιμισμένη, ανενόχλητη από την αναστάτωση.
After a long day of work, he fell into bed and was fast asleep within minutes.
Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, έπεσε στο κρεβάτι και κοιμόταν βαθιά σε λίγα λεπτά.



























