LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Factor out
/fˈaktəɹ ˈaʊt/
/fˈæktɚɹ ˈaʊt/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "factor out"
to factor out
ΡΉΜΑ
01
resolve into factors
02
consider as relevant when making a decision
word family
factor out
factor out
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
factor of safety
factor of proportionality
factor ix
factor iv
factor in
factor v
factor vii
factor viii
factor x
factor xi
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App