LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ex officio
/ˈɛks əfˈɪsɪˌəʊ/
/ˈɛks əfˈɪsɪˌoʊ/
Adverb (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "ex officio"
ex officio
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
by virtue of position
ex officio
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
by virtue of an office or position
word family
ex officio
ex officio
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ex libris
ex gratia
ex cathedra
ex
ewing's tumour
ex post facto
ex tempore
ex vivo
ex-boyfriend
ex-directory
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App