LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ethylene glycol
/ˈɛθɪlˌiːn ɡlˈaɪkɒl/
/ˈɛθɪlˌiːn ɡlˈaɪkɑːl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ethylene glycol"
Ethylene glycol
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a sweet but poisonous syrupy liquid used as an antifreeze and solvent
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ethylene
ethyl radical
ethyl group
ethyl ether
ethyl chloride
ethylenediaminetetraacetic acid
ethyne
etiella
etiolate
etiolated
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App