Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ethicist
01
ηθικολόγος, ειδικός στην ηθική φιλοσοφία
a specialist in moral philosophy who studies and provides guidance on moral principles and decision-making in various fields
Παραδείγματα
The hospital consulted an ethicist to help navigate the complex moral issues surrounding patient care.
Το νοσοκομείο συμβουλεύτηκε έναν ηθικολόγο για να βοηθήσει στην πλοήγηση των πολύπλοκων ηθικών ζητημάτων που αφορούν τη φροντίδα των ασθενών.
As an ethicist, she often debates topics like privacy, consent, and the implications of new technologies.
Ως ηθικολόγος, συχνά συζητά θέματα όπως η ιδιωτικότητα, η συγκατάθεση και οι επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών.
Λεξικό Δέντρο
ethicist
ethic



























