LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Eryngo
/ɜːɹˈɪŋɡəʊ/
/ɜːɹˈɪŋɡoʊ/
eryngoes
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "eryngo"
Eryngo
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any plant of the genus Eryngium
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eryngium yuccifolium
eryngium maritimum
eryngium aquaticum
eryngium
erwinia
erysimum
erysimum allionii
erysimum arkansanum
erysimum asperum
erysimum cheiri
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App