LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Electrical shock
/ɪlˈɛktɹɪkəl ʃˈɒk/
/ɪlˈɛktɹɪkəl ʃˈɑːk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "electrical shock"
Electrical shock
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a reflex response to the passage of electric current through the body
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
electrical resistance
electrical relay
electrical power
electrical plant
electrical phenomenon
electrical shunt
electrical skin response
electrical store
electrical storm
electrical switch
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App