Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Electrical outlet
01
πρίζα ρεύματος, ηλεκτρική πρίζα
a device installed in buildings that allows electrical devices to be connected to the power supply
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πρίζα ρεύματος, ηλεκτρική πρίζα