Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
electric heater
/ɪlˈɛktɹɪk hˈiːɾɚ/
/ɪlˈɛktɹɪk hˈiːtə/
Electric heater
01
ηλεκτρική θερμάστρα, ηλεκτρικό θερμοσίφωνο
a device that converts electrical energy into heat to provide warmth in a room or space
Παραδείγματα
The electric heater quickly warmed up the living room on a chilly evening.
Ο ηλεκτρικός θερμοσίφωνας ζέστανε γρήγορα το σαλόνι σε μια κρύα βραδιά.
She plugged in the electric heater to stay warm while reading her book.
Έβαλε την ηλεκτρική θερμάστρα να λειτουργεί για να μείνει ζεστή ενώ διάβαζε το βιβλίο της.



























