LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Eigen
/ˈaɪdʒən/
/ˈaɪɡən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "eigen"
Eigen
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
German chemist who did research on high-speed chemical reactions (born in 1927)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eiffel tower
eidos
eidetic
eiderdown
eider duck
eigenharp pico
eigenvalue
eigenvalue of a matrix
eigenvalue of a square matrix
eight
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App