LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Aluminum chloride
/ɐlˈuːmɪnəm klˈɔːɹaɪd/
/ɐlˈuːmɪnəm klˈoːɹaɪd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "aluminum chloride"
Aluminum chloride
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a chloride used as a wood preservative or catalyst
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
aluminum business
aluminum bronze
aluminum
aluminous
aluminize
aluminum foil
aluminum hydroxide
aluminum industry
aluminum oxide
alumna
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App