LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Edacity
/ɛdˈasɪti/
/ɛdˈæsɪɾi/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "edacity"
Edacity
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
extreme gluttony
02
excessive desire to eat
word family
edacity
edacity
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
edacious
eczema vaccinatum
eczema marginatum
eczema hypertrophicum
eczema herpeticum
edam
edamame
edaphosauridae
edaphosaurus
eddington
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App