LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ectasis
/ˈɛktɐsˌiz/
/ˈɛktæsiz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ectasis"
Ectasis
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
dilatation or distension of a hollow organ
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ectasia
ecstatically
ecstatic state
ecstatic dance
ecstatic
ectoblast
ectoderm
ectodermal
ectodermic
ectomorph
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App