LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Economic aid
/ˌiːkənˈɒmɪk ˈeɪd/
/ˌiːkənˈɑːmɪk ˈeɪd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "economic aid"
Economic aid
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
gift of money or other material help to support a person or cause
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
economic
econometrist
econometrics
econometrician
econometric
economic and social council
economic and social council commission
economic assistance
economic commission for africa
economic commission for asia and the far east
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App