LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Alterative
/ˈɒltəɹətˌɪv/
/ˈɑːltɚɹətˌɪv/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "alterative"
alterative
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
tending to cure or restore to health
word family
alter
alter
Verb
alterative
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
alteration
alterable
alterability
alter ego
alter
altercate
altercation
altered
altering
alternanthera
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App