LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Earthbound
/ˈɜːθbaʊnd/
/ˈɝθˌbaʊnd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "earthbound"
earthbound
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
confined to the earth
02
lacking wit or imagination
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
earthborn
earthball
earth-tongue
earth-received time
earth-nut pea
earthen
earthenware
earthenware jar
earthing
earthlike
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App