LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ear hole
/ˈiə hˈəʊl/
/ˈɪɹ hˈoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ear hole"
Ear hole
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a hole (as in a helmet) for sound to reach the ears
word family
ear hole
ear hole
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ear fungus
ear doctor
ear canal
ear
eamon de valera
ear lobe
ear specialist
ear trumpet
ear-like
ear-nose-and-throat doctor
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App