LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ear-shaped
/ˈiəʃˈeɪpt/
/ˈɪɹʃˈeɪpt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "ear-shaped"
ear-shaped
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a shape resembling an ear
word family
ear-shaped
ear-shaped
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ear-nose-and-throat doctor
ear-like
ear trumpet
ear specialist
ear lobe
ear-shell
earache
earbuds
eardrop
eardrum
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App