LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dwarf elm
/dwˈɔːf ˈɛlm/
/dwˈɔːɹf ˈɛlm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dwarf elm"
Dwarf elm
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
fast-growing shrubby Asian tree naturalized in United States for shelter or ornament
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dwarf dandelion
dwarf daisy
dwarf cornel
dwarf buffalo
dwarf buckeye
dwarf flowering almond
dwarf golden chinkapin
dwarf hulsea
dwarf lemur
dwarf lycopod
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App