Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dutch courage
01
ολλανδικό θάρρος, θάρρος από το ποτό
the strength or confidence that is obtained from drinking an excessive amount of alcoholic drinks
Παραδείγματα
He had a shot of whiskey for some Dutch courage before giving his presentation.
Πήρε ένα σφηνάκι ουίσκι για λίγο ολλανδικό θάρρος πριν κάνει την παρουσίασή του.
Some people turn to alcohol to gain Dutch courage when faced with social situations that make them anxious.
Μερικοί άνθρωποι στρέφονται στο αλκοόλ για να αποκτήσουν ολλανδικό θάρρος όταν αντιμετωπίζουν κοινωνικές καταστάσεις που τους προκαλούν άγχος.



























